- ἀπομαρτύρομαι
- ἀπομαρτῠρ-ομαι [ῡ],A maintain stoutly, τι Pl.Sph.237a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απομαρτύρομαι — ἀπομαρτύρομαι (Α) υποστηρίζω κάτι με επιμονή … Dictionary of Greek
ἀπομαρτύρομαι — ἀπομαρτύ̱ρομαι , ἀπό μαρτύρομαι call to witness aor subj mp 1st sg (epic) ἀπομαρτύ̱ρομαι , ἀπό μαρτύρομαι call to witness pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)